- γεωδαιτώ
- (-έω) (Μ γεωδαιτοῡμαι, -έομαι) [γεωδαίτης]νεοελλ.1. ασχολούμαι με τη γεωδαισίαμσν.διανέμω, διαμοιράζω τη γη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωδαιτώ — γεωδαίτησα, χωρίζω τη Γη, χωρομετρώ: Οι μηχανικοί γεωδαίτησαν την περιοχή όπου θα χτιζόταν ο νέος οικισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγεωδαίτητος — η, ο [γεωδαιτώ] 1. (για εδαφική έκταση) αυτός που δεν έχει γεωδαιτηθεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος 2. αυτός που δεν γνωρίζει γεωδαισία (κατά το αγεωμέτρητος) … Dictionary of Greek